- φονικόν
- φονικόςinclined to slaymasc acc sgφονικόςinclined to slayneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ABANNATIO — ἀπενιαυτισμός Graecis, annuum denotat exilium, quodindici olim apud Graecos, illis solebat, qui involuntariam caedem commisissent, Budaeus in Annotat. l. aut facta. 16. §. eventus, ff. de poen. vide Calvin. Lexic.Iurid. Sicariorum enim ἐκ… … Hofmann J. Lexicon universale
HOMICIDII Causa — Athanis in Areopago disceptari olim solita est, ex lege, Δικάζειν δὲ την` βουλην` εν Α᾿ρείῳ πάγῳ φόνου καὶ τραύματος ἐκ προνοίας καὶ πυρκαίας καὶ φαρμάκων ἐάν τις ἀποκτείνῃ δοὺς, Senatus Areopagiticus ius dicito de caede, aut vulnere, non casu,… … Hofmann J. Lexicon universale
φονικός — ή, ό / φονικός, ή, όν, ΝΑ [φόνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φόνο ή στον φονιά 2. αυτός που επιφέρει θάνατο (α. «φονικό όπλο» β. «φονικὸν φάρμακον», Πολυδ.) 3. (το ουδ. ως ουσ., στην αρχ. στον πληθ.) το φονικό και τὰ φονικά ο φόνος, οι … Dictionary of Greek
Γαρδίκας, Κωνσταντίνος — (Πάτρα 1896 – Αθήνα 1984). Νομικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Γιος του Γεωργίου Γ., σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια της Αθήνας και της Γενεύης, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας του ποινικού δικαίου. Χρημάτισε υφηγητής του ποινικού δικαίου στο… … Dictionary of Greek